-
1 τελετή
τελετή, ἡ, wie τέλος, 1) Vollendung, Ende. Bes. – 2) Weihe, bes. Einweihung in die Mysterien, und diese selbst; Her. 2, 171. 4, 79; ἄγεσϑαι τὴν τελετήν, die Weihung empfangen, 4, 79; Plat. οἱ ἐν τῇ τελετῇ τῶν Κορυβάντων, Euthyd. 277 d; καϑαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῠσα, Phaedr. 244 e; Rep. II, 365 a sagt er λύσεις τε καὶ καϑαρμοὶ ἀδικημάτων, ἃς δὴ τελετὰς καλοῦσιν; vgl. Isocr. 4, 28, wo gesagt ist, Demeter habe den Einwohnern von Attika die τελετή verliehen, ἧς οἱ μετασχόντες περί τε τῆς τοῦ βίου τελευτῆς καὶ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος ἡδίους τὰς ἐλπίδας ἔχουσιν. – Im plur. übh. religiöse Feiern u. Ceremonien, Feste; Pind. N. 10, 34; φυλάσσοντες μακάρων τελετάς, Ol. 3, 41; P. 9, 97; Pind. braucht auch den sing. so, Ol. 11, 51; Eur. Bacch. 22. 73 u. oft in diesem Stück; Ar. Vesp. 121 u. oft; ἅγιαι, Nubb. 304.
-
2 τελετή
A rite, esp. initiation in the mysteries,ἡ Δήμητρος τ., τὴν οἱ Ἕλληνες Θεσμοφόρια καλέουσι Hdt.2.171
, cf. And.1.111, Pl.Euthd. 277d; ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετήν take in hand the matter of initiation, Hdt.4.79: pl., mystic rites practised at initiation, E.Ba.22, 73 (lyr.), Ar.V. 121, Pax 413, 419;Ὀρφεὺς.. τελετὰς ἡμῖν κατέδειξε Id.Ra. 1032
, cf. D.25.11;καθαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῦσα Pl.Phdr. 244e
;λύσεις τε καὶ καθαρμοὶ ἀδικημάτων διὰ θυσιῶν.., ἃς δὴ τελετὰς καλοῦσιν Id.R. 365a
, cf. Prt. 316d, Isoc.4.28.2 pl., theological doctrines, Chrysipp.Stoic.2.17.3 a making magically potent, PMag.Par. 1.1596, PMag.Lond.46.159, 121.872, etc.II a festival accompanied by mystic rites, mostly in pl. (τελετὰς.. καλοῦμεν τὰς ἔτι μείζους καὶ μετά τινος μυστικῆς παραδόσεως ἑορτάς Ath.2.40d
), Pi.O.3.41, P. 9.97, N.10.34: in sg., E.IT 959, Ar.V. 876, Ra. 342, Arist.Rh. 1401a15: metaph., πρωτόγονος τ., of a child's birth, Pi.O.10(11).51; πολέμου τ. Batr.303; κατ' αὐτὴν (sc. τὴν περὶ χρείας μορίων πραγματείαν) χρὴ τελεῖσθαι τὴν τ. Gal.UP17.1.III a priesthood or sacred office, Decr. ap. D.59.104. -
3 καθαρμός
καθαρμός, ὁ, das Reinigen, die Reinigung, bec. von Schuld u. Verbrechen, Sühnung, auch Sühnopfer u. alle zu feierlichen Entsühnungen nöthigen Gebräuche; ὅταν ἀφ' ἑστίας μύσος πᾶν ἐλάσῃ καϑαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις Aesch. Ch. 962, vgl. 1005; καϑαρμοῖς ἠλάϑη χοιροκτόνοις Eum. 273; Spt. 720; Soph. O. R. 99. 1228; ϑ οῠ νῠν καϑαρμὸν τῶνδε δαιμόνων, versöhne sie, O. C. 467; καϑαρμὸν ϑύειν Eur. I. T. 1332, vgl. Bacch. 77; καϑαρμὸν τῆς χώρης ποιεῖσϑαί τινα, Einen als Sühnopfer für ein Land schlachten, Her. 7, 197; λύσεις καὶ καϑαρμοὶ ἀδικημάτων Plat. Rep. II, 364 e; καϑαρμῶν τε καὶ τελετῶν τυχοῠσα Phaedr. 244 e; bes. hieß der unterste Grad der eleusinischen Weihen so, Phaed. 69 c. – Auch von der Reinigung der Frauen, Arist. H. A. 7, 10, vom Purgiren, Plut. san. tu. 134 d.
См. также в других словарях:
τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… … Dictionary of Greek